καλλιτερεύω

καλλιτερεύω
[καλλίτερος]
καλυτερεύω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλλιτέρευση — η η καλυτέρευση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιτερεύω. Η λ., στον λόγιο τ. καλλιτέρευσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”